ορμιόδεσμος

ορμιόδεσμος
ο
ναυτ. είδος κόμπου με τον οποίο δένονται τα άκρα τής ορμιάς ή επισκευάζονται πρόχειρα τα δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορμιά + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”